Αγροτουριστικό θέρετρο σε χαμηλή τιμή

ελιά η, ουσ [elá]: 1. αειθαλές, καρποφόρο δέντρο με στενά, επιμήκη φύλλα, πράσινα από τη μια επιφάνειά τους και υπόλευκα από την άλλη, που καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς του· ελαιόδεντρο: Άγρια / ήμερη ~. Kλαδεύω τις ελιές. Έχει ένα κτήμα με διακόσιες ελιές. Ραβδίζω / τινάζω την ~, για να μαζέψω τους καρπούς της. Γέρικη ~. Ξύλο ελιάς. Kλαδί ελιάς. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου· ελαιόκαρπος: Λάδι ελιάς, ελαιόλαδο. Kουκούτσι / πυρήνας ελιάς. Ελιές τσακιστές / πράσινες / ξιδάτες / χαραχτές. Nόστιμες ελιές. ελίτσα η YΠΟKΟΡ [μσν. ελιά Ελαιόδενδρα σωρός και ελαιόκαρπους να δει το μάτι σου! Mπόλικα από δαύτα αυτό το Σαββατοκύριακο... Καλλιεργεί ο πατέρας μου τα καρποφόρα δέντρα με τα στενά, επιμήκη φύλλα, πράσινα από τη μια επιφάνειά τους και υπόλευκα από την άλλη, και αυτή είναι η περίοδος συγκομιδής των εδώδιμων καρπών τους. Μαζευτήκαμε 11 νοματέοι, ζωή να έχουμε: 1. Ο πατέρας μου με ένα αλυσιδοπρίονο στο χέρι, ένα πριόνι κι ένα κλαδευτήρι στην κωλότσεπη. 2. Η αδελφή του πατέρ...